- αβαθμολόγητος
- η , ο [ος , ον ]1) не получивший оценки; неаттестованный; 2) не поддающийся оценке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβαθμολόγητος — η, ο αυτός που δε βαθμολογήθηκε: Ο μαθητής έμεινε αβαθμολόγητος, επειδή απουσίαζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαθμολόγητος — η, ο [βαθμολογώ] αυτός που δεν βαθμολογήθηκε ή δεν μπορεί να βαθμολογηθεί … Dictionary of Greek